ανεπίγραφος

ανεπίγραφος
η , ο [ος , ον ]
1) ненадписанный; не имеющий адреса (о письме); 2) безымянный, анонимный (о произведениях)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανεπίγραφος" в других словарях:

  • ἀνεπίγραφος — without title masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίγραφος — η, ο (AM ἀνεπίγραφος, ον) 1. εκείνος που δεν έχει επιγραφή 2. (για συγγράματα) ανώνυμος, εκείνος του οποίου ο συγγραφέας δεν είναι γνωστός μσν. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, παράδοξος, απίστευτος αρχ. μτφ. ο χωρίς σαφή γνωρίσματα… …   Dictionary of Greek

  • ανεπίγραφος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς επιγραφή, χωρίς τίτλο: Η στήλη που βρέθηκε είναι ανεπίγραφη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεπίγραφον — ἀνεπίγραφος without title masc/fem acc sg ἀνεπίγραφος without title neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιγράφοις — ἀνεπίγραφος without title masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιγράφου — ἀνεπίγραφος without title masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιγράφους — ἀνεπίγραφος without title masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιγράφων — ἀνεπίγραφος without title masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιγράφῳ — ἀνεπίγραφος without title masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίγραφα — ἀνεπίγραφος without title neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίγραφοι — ἀνεπίγραφος without title masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»